εκφυλίζω

εκφυλίζω
1. αλλοιώνω τη φύση κάποιου
2. μέσ. υφίσταμαι αλλοιώσεις πνευματικές ή και σωματικές, διαφθείρομαι
«εκφυλισμένος άνθρωπος»
3. μτφ. (για αρρώστια και ανώμαλη ενέργεια ή κατάσταση) χάνω την οξύτητά μου
«η αρρώστια, η επανάσταση, η απεργία κ.λπ. εκφυλίστηκε»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εκφυλίζω — εκφυλίζω, εκφύλισα βλ. πίν. 33 Σημειώσεις: εκφυλίζω : σε σχέση με την παθητική, η ενεργητική φωνή είναι λιγότερο εύχρηστη …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εκφυλίζω — εκφύλισα, εκφυλίστηκα, εκφυλισμένος, μτβ. 1. (για οργανικά όντα), κάνω κάτι να χάσει τις φυσικές ιδιότητες του είδους ή του γένους του, αλλοιώνω τη φύση του, το μπασταρδεύω: Η κατάχρήση των ναρκωτικών εκφυλίζει τον άνθρωπο. 2. χειροτερεύω κάτι,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εκφαυλίζω — (AM ἐκφαυλίζω) μσν. νεοελλ. κάνω κάτι ή κάποιον φαύλο, ευτελή, χειρότερο από ηθική άποψη, εξευτελίζω, διαφθείρω, εξαχρειώνω, εκφυλίζω «η φτώχεια εκφαυλίζει τους ανθρώπους» «έπειτα από κάθε πόλεμο τα ήθη εκφαυλίζονται» μσν. αρχ. περιφρονώ, θεωρώ… …   Dictionary of Greek

  • εξυγραίνω — ἐξυγραίνω (Α) 1. βρέχω, μουσκεύω 2. (για καρπό) γίνομαι ζουμερός 3. κάνω κάτι μαλθακό, εκφυλίζω («ταῑς ἡδοναῑς ἐξυγραίνειν καὶ ἀνατήκειν τὰ σώματα», Πλούτ.) 4. παθ. ξεραίνομαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”